ἔλθῃς

ἔλθῃς
ἔρχομαι
ibo
aor subj act 2nd sg
ἔρχομαι
ibo
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔλθηις — ἔλθῃς , ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd sg ἔλθῃς , ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БЛАЖЕННЫ — [греч. μακαρισμοί], в литургической терминологии так называются евангельские заповеди блаженств (Мф 5. 3 12); этим словом также могут называться тропари на Б. припеваемые к евангельским стихам гимнографические тексты. Как самостоятельный… …   Православная энциклопедия

  • BEATITUDINES — Graece Μακαρισμοὶ in gentis huius Liturgis hymni dicuntur ac troparia, incommemorationem beatitudinis Sanctorum. Sic in Liturgia Chrysostomi, Εἰ δὲ καί ἐςτι κυριακὴ, Ψάλλει τοὺς μακαρισμοὺς καὶ τȏυ ἇγίου τῆς ὴμέρας, Si vero etiam sit Domimca,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BRUMA seu BROMA — feftus dies Romanorum, 8. Kal. Decembr. celebrari solitus, cuius origmem cum nonnulli ad Bromium, i. e. Bacchum, referant; alii probabilius a Bruma, seu hieme, quâ festum eiusmodi celebrabatur, arcessunt. Veteres enim Graeci ut habet Scaliger de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός ο Μελωδός — Βυζαντινός υμνογράφος από τη Συρία, που έζησε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τον 6o αι. Από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ανατολικής Εκκλησίας, ο Ρ., εβραϊκής πιθανότατα, καταγωγής, έχει βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας και γράφει μερικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”